- βαστάζω
- και βαστώ (-άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω)1. κρατώ κάτι με το χέρι2. μεταφέρω3. υπομένω, υποφέρωμσν.- νεοελλ.1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ2. φορώ3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά»)4. τηρώ («βαστώ τον λόγο μου», «... την τιμή μου», «οὐδὲν ἠθέλησεν να βαστάξῃ δίκαιον»)5. υποστηρίζω κάποιον ηθικά («βαοτώ τα δίκαια του τάδε», «ό Θεός τον Ἰωάννην βάσταξε»)6. ανέχομαι («δεν θα βαστάξω άλλο», «τόσα κακὰ και ὁ Θεὸς δὲν τά βάσταξεν»)7. αντέχω, διατηρούμαι8. διαρκώ9. αναμένω, περιμένω10. συγκρατούμαι, στηρίζομαι («δεν βαστώ στα πόδια μου», «βαστάξου να μην πέσεις»)11. είμαι εγκρατής, αυτοσυγκρατούμαι («δεν βαστάει, δεν βαστήχτηκε στον πειρασμό»)12. έχω ηθική αντοχή, αντέχω ψυχικό («βαστάει η καρδιά μου», «αν σου βαστά»)νεοελλ.1. έχω («μαύρα μάτια που βαστάς και τα μαλλιά που έχεις»)2. κατέχω παράνομα, σφετερίζομαι («μου βαστάει τα δανεικά»)3. δεν ανακοινώνω, κρατάω μυστικό («βάστα το μυστικό», «δεν βαστάει τίποτα»)4. επιφυλλάσσω («βαστάω πισινή» — παίρνω προφυλάξεις)5. συγκρατώ, εμποδίζω («βαστάω τα δάκρυα», «... την αναπνοή μου»)6. φυλάω («βάστα να 'χεις» μην είσαι σπάταλος)7. συγκρατώ, δεν αποβάλλω, δεν ρίχνω από πάνω μου (α. «η ελιά δε βάσταξε τις ελιές» β. «θα βαστήξει το παιδί» — δεν θα κάνει έκτρωση)8. συντελώ στη διατήρηση, συντηρώ («δεν βαστάει ζέστη»)9. κατάγομαι («βαστάει η γενιά μου, «...η σκούφια μου»)10. διατηρούμαι ακμαίος («μ' όλα τα γεράματα, καλά βαστιέται»)11. είμαι εύπορος («καλά βαστιέται»)12. φρ. «βαστώ τα βιβλία» σημειώνω τα έσοδα και τα έξοδα σε λογιστικό βιβλίο13. φρ. «βαστάω κακία» — μνησικακώμσν.φρ. «βαστάζω ἄρματα» — επαναστατώ, εξεγείρομαιαρχ.1. υψώνω, σηκώνω2. εξυψώνω, επαινώ3. φρ. «βαστάζω ἐν φρενί» ή «ἐν γνώμῃ» — έχω κάτι στον νου μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η προσέγγιση του βαστάζω με λατ. gero «φέρω» -gesto (θαμιστικό του gero), αρχ. ιρλ. ticsath «σηκώνει», αρχ. νορβ. kasta «ρίχνω» δεν έχει ισχυρή βάση, ενώ η σύνδεση του με το βαίνω δεν δικαιολογείται σημασιολογικά. Επίσης, ο συσχετισμός του ελλ. βαστάζω με λατ. bastum «μπαστούνι», basterna «είδος φορείου» ανάγει και τις δύο ομάδες σε όρο αιγαιακό, αν και είναι πιθανόν οι λατινικοί τύποι, ως μεταγενέστεροι, να είναι δάνεια από την Ελληνική. Τέλος, υποστηρίζεται ότι το στοιχείο - (τ)άζω του βαστάζω είναι επιθηματικό, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το -στάζω αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του *-στω, το οποίο πιθ. ισοδυναμεί με το λιθ. -stu και το αρχ. σλαβ. stο. Ο τ. βαστώ σχηματίστηκε από το βαστάζω (πρβλ. αρπώ-αρπάζω, κοιτώ-κοιτάζω, σκολώ-σκολάζω), το δε βασταίνω < βαστώ, με επίδραση του ρ. σε -αίνω (πρβλ. ανοσταίνω-ανοστώ, αρρωσταίνω-αρρωστώ). Το ρ. βαστάζω απαντά στην Οδύσσεια, στην τραγωδία και στη μεταγενέστερη και νεώτερη Ελληνική, ενώ δεν μαρτυρείται στην αττική πεζογραφία. Ο όρος βαστάζω αρχικά δηλώνει «σταθμίζω» (δοξάρι, πέτρα), απ' όπου προέκυψε η σημασία του «ανυψώνω» και αργότερα «φέρω, αποκομίζω», σπανίως δε «παράγω». Τέλος, το βαστάζω χρησιμοποιείται μεταφορικά, στον Αισχύλο μεν και τον Αριστοφάνη με την έννοια «σταθμίζω στο μυαλό μου», στον Πίνδαρο δε «εξυψώνω, εγκωμιάζω».ΠΑΡ. βάσταγας (-αξ), βασταγή, βάσταγμανεοελλ.βασταγμός, βασταγός, βαστάδι, βαστάζος.ΣΥΝΘ. αναβαστάζω, υποβαστάζωαρχ.εμβαστάζω, επιβαστάζω, προβαστάζω, συμβαστάζωαρχ.-μσν.διαβαστάζωμσν.αντιβαστάζω].
Dictionary of Greek. 2013.